ποδαρίλα

ποδαρίλα
η, Ν
η δυσοσμία τών άπλυτων ποδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποδάρι + κατάλ. -ίλα (πρβλ. καπν-ίλα, ξιν-ίλα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ποδαρίλα — η δυσοσμία των ποδιών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ίλα — (Μ ίλα) υστερομεσαιωνική και νεοελληνική κατάλ. θηλυκών ονομάτων, χαρακτηριστική αφηρημένων (πρβλ. ανατριχ ίλα, ξεφτ ίλα) κυρίως όμως ουσιαστικών που δηλώνουν δυσάρεστη οσμή (πρβλ. ξιν ίλα, ποδαρ ίλα). Η δήλωση τής δυσάρεστης οσμής οδήγησε τον Γ …   Dictionary of Greek

  • αρνίλα — η η μυρωδιά του αρνιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. αρνί + ίλα (κατάλ. ουσιαστικών τα οποία δηλώνουν συνήθως άσκημη μυρωδιά πρβλ. ξινίλα, ποδαρίλα, ψαρίλα κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”